Ο Χεμώνας στη Βλάστη

Ό,τι και να γραφεί για τη θέση και την περιοχή της Βλάστης δεν μπορεί να αποδώσει το μοναδικής ομορφιάς και μεγαλείου έργο της φύσης. Όσοι, πραγματικά τυχεροί, ανέβηκαν στις φιλόξενες κορυφές του όρους Άσκιο (χωρίς σκιά), γνωστού στην περιοχή ως Σινιάτσικο, σε υψόμετρο 2.110 μ. και είδαν το διπλανό μυθικό Όλυμπο των Θεών και τα Πιέρια, ως το Χορτιάτη ανατολικά, το Βέρμιο και το Βίτσι με τις πρασινογάλαζες λίμνες Βεγορίτιδας, Πετρών, Χειμαδίτιδας και Καστοριάς στα χαμηλότερα προς βορρά, το Γράμμο και την Πίνδο, τον Αλιάκμονα, το Βούρνο και τα Καμβούνια δυτικά και νότια μέχρι τον κάτω Όλυμπο, μπορούν να έχουν την πραγματική εικόνα του υψίπεδου της Βλάστης, που απλώνεται υπερήφανα ανάμεσα σε δύο τοξοειδείς λοφοσειρές δυτικά και ως το Όρος Μουρίκι προς Καστοριά.
Βρίσκεται στα όρια τριών νομών: Κοζάνης, Καστοριάς και Φλώρινας. Διαχωρίζει δύο Επαρχίες, Εορδαίας, όπου και ανήκει, και Βοΐου, ενώ κατά τα αρχαία Μακεδονικά χρόνια ήταν το επίκεντρο όλων των τότε γνωστών ισχυρών περιοχών της άνω Μακεδονίας: Εορδαίας ανατολικά, με αρχαία πόλη, που δεν ανακαλύφθηκε ακόμη, Ελίμειας νότια, με την αρχαία Αιανή, που ήδη εντοπίστηκε από τους αρχαιολόγους, Ορεστών δυτικά, με την πόλη Κέλετρον (Καστοριά) και Λυγκιστίδος βορειοδυτικά, με τη γνωστή Ηράκλεια (Σκόπια).
Η φυσική θέση της μοιάζει με υπερυψωμένο τεράστιο θρόνο, γύρω από τον οποίο έζησαν, αναπτύχθηκαν και ξεκίνησαν οι Δωριείς Μακεδόνες -κατά τον Ηρόδοτο «Μακεδνοί» (υψηλοί - μακρείς)- που μετακινήθηκαν ανατολικά και νότια, σε όλη την Ελληνική χερσόνησο, ως πρόγονοι όλων των Ελλήνων, μεταφέροντας αντιλήψεις και δοξασίες για Ολύμπιους Θεούς και Πιερίδες Μούσες.
Οι λίμνες και τα ποτάμια, τα δάση και λιβάδια της αρχαίας Άνω Μακεδονίας ήταν η κοιτίδα και η μάνα-γη τους. Και τα πανύψηλα βουνά ήταν τα διαχωριστικά όρια και οι τόποι φυγής και προστασίας, σε περίπτωση κινδύνων, από τότε και μέχρι σήμερα.
Η αρχαιολογική σκαπάνη δεν ερεύνησε ακόμη σε βάθος όλη την αρχέγονη αυτή, βαθύτατα ιστορική περιοχή, πέρα από το Δίον, Πέλλα και Βεργίνα, εκτός από τα ήδη εντυπωσιακά ευρήματα της Αιανής Κοζάνης, περιοχή της αρχαίας Ελίμειας, τα βόρεια σύνορα της οποίας ήταν η ορεινή κοιλάδα της Βλάστης.
Η αψευδείς μάρτυρες των αρχαίων Δυτικο-Μακεδονικών Φρουρίων, που σώζονται ακόμη και σήμερα και τα οποία μόνο από ελικόπτερο μπορεί κανείς να παρατηρήσει και να αντιληφθεί τα επίκαιρα σημεία που διαχώριζαν και φύλαγαν, είναι οι ζωντανές αποδείξεις ότι στην όλη γενικότερη γύρω από τη Βλάστη ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας έζησαν και δημιούργησαν οι ίδιοι κοινοί λαοί των ίδιων κάστρων και ακροπόλεων όλης της Ελλάδος, δείγματα των οποίων, όμως, δεν υπάρχουν στα βόρεια της αρχαίας Άνω Μακεδονίας (περιοχή των Σκούπων - Σκόπια και Δαρδάνων), αλλά και βορειοδυτικά, πέρα δηλαδή από την Ορεστίδα, από την οποία προήλθε η γενιά των Αργεαδών Βασιλέων, ως το Φίλιππο και το Μέγα Αλέξανδρο, και τη Λυγκιστίδα - Πελαγονία (περιοχή των Ιλλυρών, σημερινή Αλβανία).
Ο Βλατσιώτης αείμνηστος Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ακαδημαϊκός Αντώνιος Κεραμόπουλος, σε δημοσιευμένη έρευνά του («Ημερολόγιο Δυτικής Μακεδονίας», σελ. 26-44, Κοζάνη, 1935) ανακάλυψε και περιέγραψε τα γύρω από την ευρύτερη της Βλάστης περιοχή αρχαιομακεδονικά φρούρια, αλλά και τα Βυζαντινά, όπως το αναξιοποίητο φρούριο «Καστράκι» Αναρράχης (βόρεια της Βλάστης και στα δεξιά του ασφαλτοστρωμένου σημερινού δρόμου Αναρράχης-Βλάστης), όπου βρήκε «οξυπύθμενους πίθους, αγγεία και όστρακα» αρχαίων χρόνων και στην επιφάνεια του φρουρίου χάλκινο νόμισμα του Ιουστινιανού Α΄. Στην ίδια «αμυντική» σειρά και ανατολικά της Βλάστης υπήρχαν τα φρούρια Ασβεστόπετρας, Μαυροπηγής και Ερμακιάς, περιοχών της αρχαίας -και νέας- Εορδαίας Δυτικής Μακεδονίας.
Αλλά τα νοτιοδυτικά της Βλάστης αρχαιομακεδονικά φρούρια στην περιοχή Ελίμειας και μέρους της Ορεστίδας, μέχρι το σημερινό Άργος Ορεστικό, τα προσδιόρισε ως 30 -τουλάχιστον! «Η υπερβολική κόπωση για την επίσκεψη μερικών εξ αυτών με έρριψε άρρωστον εις την κλίνην» γράφει στην έρευνά του. Πρόλαβε και εξέτασε, όμως, το «σύμπλεγμα παλαιών φυσικών οδών περιοχής Σιατίστης - Ερατύρας - Πελεκάνου, που άγουν δια στενωπών εκ των περί του Αλιάκμονος παλαιού Κράτους της Ελιμείας προς βορράν δια Βλάστης εις το γειτονικόν Κράτος της Εορδαίας (Πτολεμαϊς) και προς το δυτικόν Κράτος της Ορεστίδος, καλουμένης Σαΐτας και το οποίο σύμπλεγμα παλαιών φυσικών οδών φρουρείται πανταχόθεν δια ισχυρών φρουρίων»!!
Από ακανόνιστους τιτανόλιθους, σε υψόμετρο 1.066 μ. πάνω από την Κοινότητα Πελεκάνου Βοΐου και στα δεξιά της κοίτης του ποταμού Μύριχου, που πηγάζει από τη Βλάστη, παραποτάμου του Αλιάκμονα, βρίσκεται μεγάλο φρούριο, που εποπτεύει ταυτόχρονα την, παράλληλη προς το Μύριχο, διάβαση προς Σισάνιο, Βλάστη και Πτολεμαϊδα, αλλά και την προς Δρυόβουνο, Βογατσικό, Άργος και Καστοριά άλλη στενωπό της Σαΐτας. Κάτω από τη στενωπό αυτή, προς τον Αλιάκμονα και σε βραχώδη επιμήκη βουνόλοφο ύψους 1.006 μ., που λέγεται Ριζό, υπάρχουν κάθετα τείχη, που σχηματίζουν άλλο τεράστιο φρούριο, ενώ απέναντι από τα φρούρια αυτά, που δεν έχουν ανασκαφεί σε βάθος, ανατολικά, προς Εράτυρα, σε βραχώδη πλευρά του Νότιου Άσκιου Όρους και σε υψόμετρο 1.000 μ., απλώνεται άλλο «μεγάλο και θαυμαστό» φρούριο, με πολλές γραμμές τειχών και λειψάνων οικημάτων και δεξαμενών, που λέγονται «Κτίσματα». Και πάνω απ΄ αυτό, στη θέση Γρεντιά, μέχρι ύψους 1.600 μ., υπάρχουν διακεκομμένες γραμμές τειχών που έκλειναν, κατά τις αρχαιομακεδονικές εποχές, κάθε διάβαση της άγρας φύσης προς τον, απογυμνωμένο από δάση, τεράστιο ορεινό όγκο του Άσκιου Όρους. Αλλά και πέρα από την Εράτυρα και τη Σιάτιστα, προς Κοζάνη, όπου η γνωστή στενωπός, τα Καραγιάννια, υπάρχουν άλλα φρούρια, που επόπτευαν τα ορεινά μονοπάτια, τα οποία οδηγούσαν από Ελίμεια προς Εορδαία. Γνωστά είναι τα Φρούρια «Σκαφιδάκι», σε υψόμετρο 1.004 μ., κοντά στην Εράτυρα και το «Καστράκι», κοντά στη Σιάτιστα, σε υψόμετρο 1.072 μ., το οποίο αποτελείται από δύο κύκλους τειχών και άνοιγμα πύλης. Νότια από τα στενά των Καραγιαννίων, μεταξύ δύο χειμάρρων, υπάρχει το Παλαιόκαστρο, στο οποίο διασώζονται λείψανα τειχών.
Όλα αυτά τα φρούρια, κτισμένα με ογκόλιθους μέχρι 2μ., σχηματίζουν στρατηγικό ημικύκλιο αλυσίδας, που προστατεύει το χαμηλότερο οροπέδιο του Αλιάκμονα ανατολικά και βορειοδυτικά. Και σε σημείο, από το οποίο φαίνονται όλα αυτά τα φρούρια, εκτός από το Παλαιόκαστρο, υπάρχει άλλος οχυρωμένος λόφος, υψομέτρου 760 μ., που λέγεται «Μαγούλα».
Ο αρχαιολόγος Καθηγητής Κεραμόπουλος αναφέρει ότι υπάρχουν και άλλα όμοια φρούρια στις αντίθετες πλευρές των βουνών, για τον ίδιο σκοπό ασφάλειας των άλλων γειτονικών κρατιδίων και πόλεων της αρχαίας Μακεδονίας. Σε πολλά απ΄ αυτά η γη «απεπλύνθη» και κανένα θραύσμα αγγείου δε συναντάται ως μαρτυρία ενοικήσεως ανθρώπου. Το παγερό κλίμα του χειμώνα και οι ατμοσφαιρικές συνθήκες του καλοκαιριού, γράφει, διασπάζουν σε μύρια τεμάχια τους λίθους των τειχών, ακόμη και όταν διατηρούν το σχήμα και τη θέση τους.
Η απορία και το ενδιαφέρον σήμερα για όλα αυτά τα φρούρια και έργα ανθρώπων, που ζώνουν κυριολεκτικά τη θέση και φύση της Βλάστης, είναι: Τι άνθρωποι ήταν αυτοί, πόσοι, τι μέσα διέθεταν τότε και ποιο το βιοτικό και πνευματικό τους επίπεδο, ώστε να δημιουργήσουν τα και σήμερα θεωρούμενα έργα τιτάνων στη δυνατή περιοχή μας; Πώς διαβίωναν το χειμώνα και πώς τις άλλες εποχές του έτους;
Την απάντηση στα παραπάνω δίνει ο σοφός, αλλά και προνοητικός Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Κεραμόπουλος, με την Επιστημονική Μελέτη του, στην οποία, από την Αθήνα, το έτος 1935, καταλήγει στο εξής: «Αλλά ιδιότυπος τρόπος εγκαταστάσεως σημαίνει και ιδιότυπον πολιτισμόν μεταξύ συνεχομένης χώρας και παρουσία ενός και του αυτού λαού. Αν ήδη αναδράμωμεν και ενθυμηθώμεν ότι και άλλοι λόγοι συνηγορούν υπέρ της εκ της Μακεδονίας καταγωγής των Ελληνικών φυλών, δυνάμεθα να λέγομεν, νομίζω, μετά μείζονος πίστεως, ότι τα υπ΄ εμού εξετασθέντα φρούρια είναι σπουδαιοτάτη επιβεβαίωσις της μακεδονικής καταγωγής των Ελλήνων και της στενής εξ αίματος συγγενείας των παλαιών Μακεδόνων και λοιπών Ελλήνων, ώστε να αποτελούν συναμφότεροι μίαν εθνικήν ενότητα παρά τον πολιτικόν χωρισμόν και τας κατά βαθμόν πολιτισμού διαφοράς των εις διαφόρους ιστορικάς περιόδους».
Οι παραπάνω αποκαλύψεις, θέσεις και αλήθειες, ενός αρχαιολόγου Βλατσιώτη Καθηγητή Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκού, ήταν αρκετές για να ενοχληθούν τα γνωστά εμπορικά συμφέροντα, όχι μόνο των πλαστογράφων της ιστορίας, αλλά και των γνωστών ομάδων, που ιδιοποιούνται και εμπορεύονται οτιδήποτε το Ελληνικό!! Τις θέσεις, αποκαλύψεις και αλήθειες του, για τους παραπάνω λόγους, αγνοούμενου και σήμερα Επιστημονικού αυτού Έργου για την περιοχή, του αείμνηστου Καθηγητή Κεραμόπουλου, επιβεβαίωσαν άλλοι πνευματώδεις και λόγιοι Βλατσιώτες, όπως ο πολυγραφότατος Ιστορικός Γιάννης Βασδραβέλλης, επί σειρά ετών Γενικός Γραμματέας της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, οι Καθηγητές Μ. Καλλινδέρης, Γ. Τσιάρας και Κ. Αγγελής. Πληθώρα σχετικής ύλης άφησε ο δημοσιογράφος και εκδότης «Επαρχιακής Φωνής» Τάκης Πιπιλιαγκόπουλος και ο Φιλόσοφος Ιστοριοδίφης Φ. Βίττης (καθώς και πλειάδα παλαιών αείμνηστων Βλατσιωτών Διδασκάλων, όπως ο Ν. Αθανασιάδης, Ζ. Τσίρος, Κ. Χεινοβίτης), αλλά και οι εν ζωή ευρισκόμενοι Καθηγητές, Βυζαντινολόγοι και Οικονομολόγοι, Ιστορικοί, Νομικοί, Επιστήμονες και Φιλοπάτριδες, το πλούσιο έργο των οποίων θα εκτιμηθεί και θα τιμηθεί. Λόγιοι και άνθρωποι των γραμμάτων, τεχνών και επιστημών Βλατσιώτες και ένθερμοι Πατριώτες, συνεχίζουν να γράφουν και να αποκαλύπτουν για την πλούσια Ελληνομακεδονική Ιστορική κληρονομιά της Βλάστης και της ευρύτερης περιοχής, της ρωμαλέας Δυτικής Μακεδονίας, της μίας και αδιαίρετης πανάρχαιας Ελληνικής Φυλής μας.
Για τον, ακόμη άγνωστο, πολιτισμό της Βλάστης και τη μοναδικότητα της φύσης της, πριν περιγράψω τον τρόπο ζωής και τον έντονο χειμώνα της, θα δανειστώ δύο περικοπές από πνευματικά έργα δύο Υμνητών της: Του Ζήκου Τσίρου, από το Βιβλίο του «Η Βλάστη» (Θεσ/νίκη, 1964) και μία δημοσιευμένη συλλογή τραγουδιών της Βλάστης και περιοχής του Καθηγητή Κωνσταντίνου Αγγελή, έτους 1934. Στις σελίδες 10-13 του βιβλίου «Η Βλάστη» αναφέρονται τα εξής (συνοπτικά), που πρέπει να τα έχουν στο Νου, στην Καρδιά και στις Πράξεις τους όλοι οι Μακεδόνες και Έλληνες.
«Η Νοτιοανατολική λοφοσειρά του Μουρικίου, χαμηλότερα του λεκανοπεδίου της Βλάστης, εκτείνεται μέχρι του ποταμού Αλιάκμονα (όπου και τα Φρούρια, που περιγράφει ο Καθηγητής Κεραμόπουλος) και περικλείει μία κοιλάδα όμορφη, η οποία νοτιοδυτικά έχει ως προπύργιο τη νοτιοδυτική απότομη άκρη της οροσειράς του Σινιάτσικου (όπου τα άλλα Φρούρια). Στην κοιλάδα αυτή υπήρχε, στα παλιά χρόνια, η πόλη Σισανούπολη, όπου και το σημερινό Σισάνιο, η οποία (πόλη) κατείχε το άκρο της Ελίμειας. Η Σισανούπολη, ήτο μεγάλη. Ξεκινούσε από τις πλαγιές του Μουρικίου, όπου τώρα ευρίσκεται το Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου (Βλάστης) μέχρι της θέσεως όπου σήμερα είναι το Μοναστήρι της Παναγίας. Σε μικρή απόσταση από τη μονή του Αγίου Δημητρίου και προς βορρά, σώζονται τα ερείπια του συνοικισμού «Κούκλα», με μία βρύση.
Από την αρχαία Σισανούπολη σώζονται ως σήμερα μόνο τρις στύλοι, από λευκό μάρμαρο Βεροίας. Επίσης, μικρά τεμάχια από μικρότερους στύλους, από τα οποία τέσσερα υποβαστάζουν την Αγία Τράπεζα. Πολλά άλλα μάρμαρα κατάκεινται γύρω απ΄ αυτούς, ανάμεσα στα οποία είναι και μεγάλοι κίονες. Αυτά μαρτυρούν και πείθουν για τα ίχνη της παλαιάς Μητροπόλεως, καθώς και τα πήλινα αγγεία του συνοικισμού, που βρέθηκαν στη θέση «Αμπέλια» περιοχής της Βλάστης, αλλά και τα χρυσά νομίσματα, αργυρά και χάλκινα, όλων των εποχών.
Το ότι η Σισανούπολη ήταν πόλη σημαίνουσα και σπουδαιότατη μετά το Κέλετρον (σημερινή Καστοριά) μαρτυρείται και από το ότι, μετά τη διάδοση του Χριστιανισμού και την οργάνωση των εκκλησιών στην ευρύτερη Δυτική Μακεδονία, η Σισανούπολη έγινε Έδρα Μητροπολίτη. Μετά την καταστροφή της από τους Τουρκαλβανούς και τη μεταφορά της Μητροπόλεως στη Σιάτιστα, από το έτος 1699 επί Μητροπολίτου Ζωσιμά και επί Μητροπολίτου Μελετίου, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με Πατριάρχη τον Άνθιμο, όρισε να λέγεται και να τιμάται ως «Σισανίου και Σιατίστης υπέρτιμος και Έξαρχος Μακεδονίας», προς τιμήν της Μητροπόλεως Σισανίου, τίτλος που διατηρείται μέχρι σήμερα (όπως ακριβώς ορίσθηκε και προσφωνείται ως Παναγιώτατος στην Ελλάδα μόνο ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, μετά τον Πατριάρχη, ενώ ο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος προσφωνείται ως Μακαριότατος, ζωντανά αποδεικτικά στοιχεία Ιστορίας, που αγνοούν οι περισσότεροι από τους σημερινούς Έλληνες). Η σπανιότητα και πενιχρότητα των ειδήσεων για τη Μητροπολιτική Έδρα του Σισανίου δεν επιτρέπουν να επεκταθούμε για την έξαρση του πολιτισμού της από την τέλεια καταστροφή που υπέστη και η οποία είναι συνυφασμένη με τον πρώτο οικισμό της Βλάστης από τους διασωθέντες από την σπάθη των αγρίων επιδρομέων.»!
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η σημερινή Βλάστη είναι συνέχεια της χριστιανικής πόλης Σισανούπολη, που καταστράφηκε, και αυτή συνέχεια αρχαίας Μακεδονικής πόλεως! Αυτό βεβαιώνεται από μαρμάρινη επιγραφή, που είναι εντοιχισμένη παράπλευρα στη θύρα της εκκλησίας της Μονής Παναγίας Σισανίου, όπου αναφέρονται τα εξής καταλυτικά, κατά το ίδιο πάντα βιβλίο: «Αλειφούσης της πόλεως 146/7 μ.Χ. έτους (Ζ΄ Άρχοντος) του Γυμνασίου, Κλαυδίου Ιουλιανού εφηβαρχούντος, Κλαυδίου Παριανού, Λύκος Λουκίου Μάριος, Ποτάμων, Μάξιμος Αφρόθειτος, Υψίγονος Ευτάκτου Στράτων, Σιλονανός υγειά, Τερτιανός Νεικοπόλεως, έφηβοι υπογεγραμμένοι, Πρόκλος Ιουλίου, Τίτος Λυκάς, Εισίων, Αίλιος Ευφρόσυνος, Θεόφιλος Αλεξάνδρου, Εισίθοτος Τυχικός Κοϊντου, Ιούλιος Σεκούνδος, Φίλιππος Μακεδόνος, Φουνδανός Ποσειδώνιος, Γέμελλος Αλεξάνδρου, Γάιος Αντυπά, Σαμβαθίων, Θεόδοτος Θεοδότου».
Τα παραπάνω, συγκλονιστικά και πολυτιμότατα αποδεικτικά στοιχεία της Ιστορίας και του αναπτυγμένου πολιτισμού της περιοχής, αν υπήρχαν νοτιότερα προς τους «ιδιοκτήτες» και εμπορευόμενους οτιδήποτε Ελληνικό, όχι μόνο ανασκαφές και μουσεία και τουρισμό θα δημιουργούσαν, αλλά θα «έγραφαν» Ιστορία και θα δημιουργούσαν Νέα Πολιτική και Διπλωματία!! Διότι, αν σκεφθούμε ότι η αρχαία Μακεδονία κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους περί το έτος 150 π.Χ., διαπιστώνουμε εδώ ότι, σε 300 χρόνια ρωμαϊκής κατοχής (148 π.Χ. - 147 μ.Χ.), οι κατακτημένοι Μακεδόνες είχαν αφομοιώσει τους κατακτητές, επικρατούσε η ελληνική γλώσσα, είχαν μικτά ρωμαιοελληνικά ονόματα και διατηρούσαν καθαρότατα αρχαιομακεδονικά ονόματα, όπως αυτό του Υψίγονου Ευτάκτου, Ποτάμων, Στράτων, Εισίων, Ευφρόσυνος, Εισίθοτος Τυχικός, Ποσειδώνιος και Σαμβαθίων, με έντονα ακόμη τα ονόματα της μέγιστης γενεάς των Μακεδόνων Βασιλέων Φιλίππου και Αλεξάνδρου και ιδιαίτερα αυτό του «Φίλιππος Μακεδόνος»! Έτσι, δεν ειπώθηκε άδικα το πασίγνωστο «victa Graecia vixit Romanos = η ηττημένη Ελλάδα νίκησε τους Ρωμαίους».
Στην επιγραφή-καταπέλτη για όλους όσους ανιστόρητα και χωρίς ίχνος νοημοσύνης χειρίστηκαν -και χειρίζονται- το Μακεδονικό, ακόμη και το περίφημο «Ανατολικό Ζήτημα’ και το «Ιλλυρικόν» (διαφορά Παπιστών της Δύσης με Πατριαρχείο μας), δεν αναγράφεται, πουθενά, κανένας με όνομα… Γκλιγκόροφ(!) ούτε κανένας με Βουλγαρικό, Αλβανικό, Τουρκικό, Γερμανικό ή Αμερικάνικο όνομα(!), αλλά ούτε και Αθηναϊκό! Είναι ονόματα Ρωμαίων κατακτητών των Μακεδόνων και αυτά εξελληνισμένα Μακεδονικώς και καθαρά Μακεδονικά ονόματα, δικά μας, των δικών μας προγόνων, του δικού μας πανίσχυρού και αναπτυγμένου τόπου!! Αυτά για κάθε εμπορίσκο, προδότη και απατεωνίσκο, που εξαπατούν τους νεότερους με το ύποπτο «δεν βρέθηκαν Μακεδονικές Επιγραφές»!
Αλλά από την παραπάνω σωζόμενη μαρμάρινη επιγραφή -στον ιστορικό και ιερό τόπο της οποίας το Υπουργείο Παιδείας και Εξωτερικών της Αθήνας οφείλουν να στέλνουν καθημερινά κάθε αγράμματο, ανιστόρητο και ξυλοσχίστη γραικύλο ελληνοειδή και κάθε Γκλιγκοριανό εμπορίσκο του τόπου και της Ιστορίας μας, προς ξεστράβωμα των οφθαλμών και του αρρωστημένου νου του- προκύπτει ότι μόλις είχαν αρχίσει να εμφανίζονται και Χριστιανικά ονόματα, όπως Θεόφιλος και Θεόδοτος Θεοδότου. Η επιστημονική ερμηνεία αυτής είναι θέμα αρμοδίων Καθηγητών και Ερευνητών, αλλά, όπως ορθά σημειώνει ο Ζ. Τσίρος, φαίνεται ότι η Σισανούπολη άκμαζε την εποχή αυτή (146/7 μ.Χ.), αφού είχε Γυμνάσιο, Παλαίστρα και Στάδιο οργανωμένο και υπήρχε άρχοντάς του. Αλλά είχε και Εφηβάρχη, δηλαδή αρχηγό ομάδας (όπως σήμερα οι Πρόεδροι και χορηγοί) αθλούμενων νέων και οι κάτοικοι της πόλεως ήταν φίλαθλοι, αφού προσέφεραν το λάδι, για την επάλειψη των σωμάτων των αθλητών (αλειφούσης, λέγει, της πόλεως)!! Πώς και από πού, όμως, έβρισκαν το λάδι οι τότε «συμπατριώτες» μας και αναπτυγμένοι πολιτιστικά, μορφωτικά και φιλαθλητικά πρόγονοί μας, αφού στο υψόμετρο της Βλάστης και όλης της πέρα από τα Πιέρια και τον Όλυμπο Δυτικής Μακεδονίας δεν ευδοκιμεί η ελιά; Αυτά και άλλα πολλά πρέπει να ερευνήσουν και να μας εξηγήσουν οι «καθ΄ ύλην» αρμόδιοι, αν και όταν ανακαλύψουν την πραγματική Μακεδονία και Πατρίδα μας, από τις μακρινές, ακριβοπληρωμένες, από το δημόσιο «κορβανά», καρέκλες τους! Και μέχρι τότε, αν και όποτε συμβεί ή τους υποχρεώσουμε να… συμβεί, ας δούμε πώς περιγράφει την ιστορία, τη ζωή, τους πόθους, τη φύση και τόσα άλλα, το πνευματικό δαιμόνιο των Βλατσιωτών και Δυτικομακεδόνων της περιοχής, όπως τα δημοσίευσε ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Αγγελής, στις εκδόσεις «Βορείου Ελλάδος» - Κοζάνη, 1934, με επιμέλεια των αείμνηστων λογίων και ανθρώπων των γραμμάτων Σταύρου Θεοδοσιάδη (Βλατσιώτη γαμβρού) και Δημητρίου Γκαβανά:
Ο «ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ» ΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣ:
«-Καλά ήσαν Ζέρβα μ΄ στη Βλαχιά, καλά στο Βουκουρέστι.
Τι ήθελες, τι γύρευες στο Μπλάτσι, στο Μουρίκι;
Πάει ο Ζέρβας στην Κλεισούρα για να πάρει Βλαχοπούλα. (στροφή)
-Ήρθα να ιδώ τους φίλους μου και τα παλιά λημέρια!
Μουρίκι μου περήφανο κι οξυά ζωγραφισμένη:
-Τους κλέφτες τι τους κάματε και τους Καπιτανέους;
-Όλον τον Μάη ήταν εδώ κι όλον τον Αλωνάρη!
Πάει ο Ζέρβας στο Μουρίκι, για να δει την Σαλονίκη.
Πάει ο Ζέρβας στην οξυά, για να δει την Καστοριά. (στροφή)»
Με το παραπάνω τραγούδι με τίτλο «το Μουρίκι» αρχίζουν οι τοπικές μουσικές, κάθε εκδήλωση και κάθε πανηγύρι Βλατσιωτών, ενώ τραγουδιέται υπερήφανα πάντοτε και απ΄ όλους. Αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν την έννοια και περιεχόμενο αυτού, που είναι μια δυσάρεστη αυτοκριτική και εκδήλωση λύπης για την αποτρόπαιη πράξη δολοφονίας τους κλεφταρματολού Γεωργίου Ζέρβα, από τον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών, περί το έτος 1860, κατά προσταγή των Τούρκων, στο Μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, όπου και ο τάφος του. Πέρα από τους ύμνους και τις περιγραφές των φυσικών και μαγευτικών προτερημάτων της φύσης της Βλάστης, εδώ υπάρχει υποκρυπτόμενη κρίση συνειδήσεως, με τα ερωτηματικά «τι ήθελες, τι γύρευες στο Μπλάτσι, στο Μουρίκι», όπου και το στρατηγείο του κλεφταρματολού Γ. Ζέρβα.
Το τραγούδι αυτό, για το Ζέρβα στο Μουρίκι, είναι νεότερο και παραλλαγή του αρχικού άριστου και ποιητικότατου:
«Με γέλασε μια χαραυγή τ΄ άστρο και το φεγγάρι,
Και παίρνω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Κούγω τα πεύκα πώς βροντούν και τις οξυές πως βάζουν
Και τα γιατάκια των κλεφτών πώς σκούζουν και φωνάζουν,
Με πήρε το παράπονο κι αρχίνησα να κλαίγω.
Μουρίκι μου περήφανο κι οξυά ζωγραφισμένη,
Τους κλέφτες τι τους κάματε και τους καπιτανέους;
Όλον τον Μάη ήτανε εδώ και όλον των Αλωνάρη.»
Αναφέρεται στους κλεφταρματολούς της μεγάλης ληστείας του 1854 στη Δυτική Μακεδονία, τους οποίους δολοφόνησαν τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής. Το Μουρίκι της Βλάστης εδώ αναφέρεται ως ο τόπος λημεριού αυτών και οι επισκέπτες, εκεί ψηλά στο Μουρίκι, ένα πρωί, χωρίς να γνωρίζουν το σκοτωμό των κλεφτών και καπεταναίων, δεν τους βρήκαν εκεί και ρωτούσαν το βουνό και τις οξυές για την τύχη τους, κλαίγοντας!!
Το τρίτο τραγούδι της συλλογής Κ. Αγγελή είναι ένας άλλος «Εθνικός Ύμνος» των Βλατσιωτών κυνηγών: Παρατίθεται βελτιωμένο, όπως τραγουδιέται μέχρι σήμερα:
«Μια πέρδικα παινεύθηκε σ΄ Ανατολή και Δύση
Πώς δεν ευρέθη κυνηγός για να την κυνηγήσει!
Κι ο κυνηγός σαν τα΄ άκουσε πολύ του κακοφάνη!
Στήνει τα βρόχια στα βουνά, τις ξώβεργες στους κάμπους.
Στήνει και μία χρυσόβεργα σε κρυσταλλένια βρύση.
Πέρδικα πάει να πιει νερό και πιάστηκε στα βρόχια.
-Άσε με, άσε με, κυνηγέ, να γλυκοτραγουδήσω.
Έχω πουλάκια απέταγα, πουλάκια να πετάξω.
Κι ο κυνηγός γελάστηκε και άφησε την πέρδικα.
Πέρδικα περά περπατεί, στον κυνηγό μιλάει.
-Δεν ήσουν άξιος κυνηγός και μ΄ άφησες σαν φύγω!»
Αλλά για τα κυνήγια, τους κυνηγούς, τα θηράματα Βλάστης, τη φύση, τις συνθήκες ζωής και τις ανάγκες προσαρμογής θα δείτε αναλυτικά στα επόμενα κεφάλαια του «Χειμώνα στη Βλάστη».